希腊语 编辑

形容词 编辑

νότιος (nótiosm (阴性 νότια,中性 νότιο)

  1. 南方

变格 编辑

相关词汇 编辑

名词 编辑

νότιος (nótiosm (复数 νότιοι)

  1. (正式)地中海吹来的南风
    近义词: όστρια (óstria)

变格 编辑

同类词汇 编辑