ξεβράκωτος
希腊语
编辑词源
编辑ξε- (xe-, “无”) + βρακί (vrakí, “内裤”),带形容词后缀。
发音
编辑形容词
编辑ξεβράκωτος (xevrákotos) m (阴性 ξεβράκωτη,中性 ξεβράκωτο)
- (字面义) 没穿内裤的
- Τι θέαμα ήταν κι αυτό, όταν εμφανίστηκε μπροστά μας ξεβράκωτος!
- Ti théama ítan ki aftó, ótan emfanístike brostá mas xevrákotos!
- 他光着身子出现在我们面前,那是怎样的景象啊!
- (比喻义) 衣不蔽体的;一贫如洗的
- Τι πας και παντρεύεσαι αυτόν τον ξεβράκωτο;
- Ti pas kai pantrévesai aftón ton xevrákoto?
- 你嫁给那个穷光蛋是为了什么?
- (比喻义,贬义,幽默,古旧,指女性) 出不起嫁妆的
- Πήγε και παντρεύτηκε μια ξεβράκωτη.
- Píge kai pantréftike mia xevrákoti.
- 他去娶了那个出不起嫁妆的女人。
- (比喻义,贬义,幽默,一般指女性) 衣着暴露的
- Βγαίνεις το σαββατοκύριακο και βλέπεις παντού ένα σωρό ξεβράκωτες στις παραλίες.
- Vgaíneis to savvatokýriako kai vlépeis pantoú éna soró xevrákotes stis paralíes.
- 周末你出去走一圈,就会看到海滩上有一大群穿得很少的女人。
变格
编辑 ξεβράκωτος 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | ξεβράκωτος • | ξεβράκωτη • | ξεβράκωτο • | ξεβράκωτοι • | ξεβράκωτες • | ξεβράκωτα • |
属格 | ξεβράκωτου • | ξεβράκωτης • | ξεβράκωτου • | ξεβράκωτων • | ξεβράκωτων • | ξεβράκωτων • |
宾格 | ξεβράκωτο • | ξεβράκωτη • | ξεβράκωτο • | ξεβράκωτους • | ξεβράκωτες • | ξεβράκωτα • |
呼格 | ξεβράκωτε • | ξεβράκωτη • | ξεβράκωτο • | ξεβράκωτοι • | ξεβράκωτες • | ξεβράκωτα • |
近义词
编辑- (一贫如洗的): πάμφτωχος (pámftochos)、ρακένδυτος (rakéndytos)、κουρελής (kourelís)、ξυπόλυτος (xypólytos)
- (指女性衣着暴露的): ξέκωλος (xékolos)
反义词
编辑- (穿着内裤的): βρακωμένος (vrakoménos)
派生词汇
编辑- ξεβράκωτος στ' αγγούρια (xevrákotos st' angoúria, “没准备好的”)