ολόμαυρος

希腊语

编辑

词源

编辑

源自中古希腊语 ὁλόμαυρος (holómauros),等同于ολό- (oló-, 完全) +‎ μαύρος (mávros, 黑色的)

发音

编辑

形容词

编辑

ολόμαυρος (olómavrosm (阴性 ολόμαυρη,中性 ολόμαυρο)

  1. 乌黑的,漆黑

变格

编辑

近义词

编辑

反义词

编辑