希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 οὐράνιος (ouránios),派生自οὐρανός (ouranós, 天空)

发音

编辑

形容词

编辑

ουράνιος (ourániosm (阴性 ουράνια,中性 ουράνιο)

  1. 天空
  2. (比喻义) 绝妙的,美妙

变格

编辑

相关词汇

编辑
参见:ουρανός m (ouranós, 天空)

参考资料

编辑