希腊语

编辑

名词

编辑

πινελιά (pineliáf (复数 πινελιές)

  1. 笔刷表面留下颜料油漆
  2. 笔触
    βάζω τις τελευταίες πινελιέςvázo tis teleftaíes pineliés添加完工的笔触

变格

编辑

相关词汇

编辑