首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
πινελιά
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
名詞
1.1.1
變格
1.1.2
相關詞彙
希臘語
编辑
名詞
编辑
πινελιά
(
pineliá
)
f
(复数
πινελιές
)
用
筆刷
在
表面
上
留下
顏料
、
油漆
筆觸
βάζω τις τελευταίες
πινελιές
―
vázo tis teleftaíes
pineliés
―
添加完工的
筆觸
變格
编辑
πινελιά的變格
單數
複數
主格
πινελιά
•
πινελιές
•
屬格
πινελιάς
•
πινελιών
•
賓格
πινελιά
•
πινελιές
•
呼格
πινελιά
•
πινελιές
•
相關詞彙
编辑
πινέλο
n
(
pinélo
,
“
筆刷
”
)