πρασινωπός
希腊语
编辑词源
编辑πράσινος (prásinos, “绿色的”) + -ωπός (-opós)
形容词
编辑πρασινωπός (prasinopós) m (阴性 πρασινωπός,中性 πρασινωπός)
- 偏绿色的,带绿色的
变格
编辑 πρασινωπός 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | πρασινωπός | πρασινωπή | πρασινωπό | πρασινωποί | πρασινωπές | πρασινωπά |
属格 | πρασινωπού | πρασινωπής | πρασινωπού | πρασινωπών | πρασινωπών | πρασινωπών |
宾格 | πρασινωπό | πρασινωπή | πρασινωπό | πρασινωπούς | πρασινωπές | πρασινωπά |
呼格 | πρασινωπέ | πρασινωπή | πρασινωπό | πρασινωποί | πρασινωπές | πρασινωπά |
衍生 | 比较级:πιο + 肯定形(如 πιο πρασινωπός) 相对最高级:定冠词 + πιο + 肯定形(如 ο πιο πρασινωπός) |
近义词
编辑- πρασινούλης (prasinoúlis)
相关词汇
编辑- πράσινος (prásinos, “绿色的”)