πρασουλίδα
希腊语
编辑名词
编辑πρασουλίδα (prasoulída) f (复数 πρασουλίδες)
- (不常用) 细香葱
变格
编辑πρασουλίδα的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | πρασουλίδα • | πρασουλίδες • |
属格 | πρασουλίδας • | πρασουλίδων • |
宾格 | πρασουλίδα • | πρασουλίδες • |
呼格 | πρασουλίδα • | πρασουλίδες • |
近义词
编辑- (更常用) σχοινόπρασο f (schoinópraso)
- γηθυλλίς f (githyllís)
相关词汇
编辑- πράσο n (práso, “韭葱”)