σιδηρουργός

古希腊语

编辑

词源

编辑

源自σῐ́δηρος (sídēros, ) +‎ -ουργός (-ourgós, 工人,工匠,制作者) +‎ -ουργός (-ourgós)

发音

编辑
 

名词

编辑

σῐδηρουργός (sidērourgósm (属格 σῐδηρουργοῦ); 二类变格

  1. 铁匠

屈折

编辑

派生词

编辑

拓展阅读

编辑

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 σιδηρουργός (sidērourgós),源自σίδηρος (sídēros, ) +‎ -ουργός (-ourgós, 工人,工匠,制作者);等同于σίδερο (sídero) +‎ -ουργός (-ourgós)

名词

编辑

σιδηρουργός (sidirourgósm (复数 σιδηρουργοί)

  1. 铁匠

变格

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑