首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
σκελίδα
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
词源
1.2
名词
1.2.1
变格
1.2.2
近义词
1.2.3
参见
希腊语
编辑
词源
编辑
源自
古希腊语
σκελίς
(
skelís
)
,
σχελίς
(
skhelís
,
“
牛肋排
”
)
的变体。
名词
编辑
σκελίδα
(
skelída
)
f
(复数
σκελίδες
)
蒜瓣
σκελίδα
σκόρδου
―
skelída
skórdou
―
蒜
瓣
变格
编辑
σκελίδα的变格
单数
复数
主格
σκελίδα
•
σκελίδες
•
属格
σκελίδας
•
σκελίδων
•
宾格
σκελίδα
•
σκελίδες
•
呼格
σκελίδα
•
σκελίδες
•
近义词
编辑
δόντι
n
(
dónti
)
参见
编辑
σκόρδο
n
(
skórdo
,
“
大蒜
”
)
γαρύφαλλο
n
(
garýfallo
,
“
丁香
”
)