希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 σκελίς (skelís)σχελίς (skhelís, 牛肋排)的變體。

名詞

编辑

σκελίδα (skelídaf (复数 σκελίδες)

  1. 蒜瓣
    σκελίδα σκόρδουskelída skórdou

變格

编辑

近義詞

编辑

參見

编辑