σκύλος
古希腊语
编辑词源
编辑源自原始印欧语 *(s)kewH- (“覆盖”)。与梵语 स्कुनाति (skunā́ti, “覆盖”)、古英语 scēo (“天空”)、scuwa (“阴影,黑暗,保护”)等同源。与σκῦτος (skûtos, “皮革,皮肤”)、ἐπισκύνιον (episkúnion, “额头的皮肤”)有关。
发音
编辑- (公元前5世纪,阿提卡) 国际音标(帮助): /ský.los/
- (公元1世纪,通用) 国际音标(帮助): /ˈsky.los/
- (公元4世纪,通用) 国际音标(帮助): /ˈscy.los/
- (公元10世纪,拜占庭) 国际音标(帮助): /ˈscy.los/
- (公元10世纪,君士坦丁堡) 国际音标(帮助): /ˈsci.los/
名词
编辑σκῠ́λος (skúlos) n (属格 σκῠ́λεος 或 σκῠ́λους); 三类变格
屈折
编辑格 / # | 单数 | 双数 | 复数 | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
主格 | τὸ σκῠ́λος tò skúlos |
τὼ σκῠ́λεε tṑ skúlee |
τᾰ̀ σκῠ́λεᾰ tà skúlea | ||||||||||
属格 | τοῦ σκῠ́λεος toû skúleos |
τοῖν σκῠλέοιν toîn skuléoin |
τῶν σκῠλέων tôn skuléōn | ||||||||||
与格 | τῷ σκῠ́λεῐ̈ tôi skúleï |
τοῖν σκῠλέοιν toîn skuléoin |
τοῖς σκῠ́λεσῐ / σκῠ́λεσῐν toîs skúlesi(n) | ||||||||||
宾格 | τὸ σκῠ́λος tò skúlos |
τὼ σκῠ́λεε tṑ skúlee |
τᾰ̀ σκῠ́λεᾰ tà skúlea | ||||||||||
呼格 | σκῠ́λος skúlos |
σκῠ́λεε skúlee |
σκῠ́λεᾰ skúlea | ||||||||||
注意: |
|
相关词汇
编辑- σκυλακεία (skulakeía)
- σκυλάκευμα (skulákeuma)
- σκυλακευτής (skulakeutḗs)
- σκυλακεύω (skulakeúō)
- σκυλάκιον (skulákion)
- σκύλαξ (skúlax)
- σκύλευμα (skúleuma)
- σκύλευσις (skúleusis)
- σκυλευτής (skuleutḗs)
- σκυλευτικός (skuleutikós)
- σκυλεύω (skuleúō)
- σκύλλα (skúlla)
- σκύλλω (skúllō)
- σκῦλον / σκύλον (skûlon / skúlon)
参考资料
编辑- “σκύλος”, in Liddell & Scott (1940年) A Greek–English Lexicon,Oxford:Clarendon Press
- Bailly, Anatole (1935年) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français,Paris:Hachette
希腊语
编辑词源
编辑发音
编辑名词
编辑σκύλος (skýlos) m (复数 σκύλοι,阴性 σκύλα,中性 σκυλί)
- 狗 (Canis lupus familiaris)
- Θα γυρίσω σε λίγο, πρέπει να πάω βόλτα τον σκύλο μου.
- Tha gyríso se lígo, prépei na páo vólta ton skýlo mou.
- 我等会儿就回来,我得去遛狗。
- (贬义,比喻义) 做事粗野无礼的人
- Μην αφήσεις αυτόν τον σκύλο κοντά στα παιδιά σου!
- Min afíseis aftón ton skýlo kontá sta paidiá sou!
- 别让那家伙靠近你的小孩!
- (比喻义) 孜孜不倦工作的人
- Αυτός είναι σκύλος στη δουλειά του.
- Aftós eínai skýlos sti douleiá tou.
- 他是个孜孜不倦工作的人。
- 角鲨
- Έπιασα έναν σκύλο στο δίχτυ μου.
- Épiasa énan skýlo sto díchty mou.
- 我用网捕到一头角鲨。
变格
编辑近义词
编辑派生词
编辑- σαν τον σκύλο με τη γάτα (san ton skýlo me ti gáta, “争执不下”)
- σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει (skýlos pou gavgízei den dagkónei, “爱叫的狗不咬人”)
- και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο (kai tin píta olókliri kai ton skýlo chortáto, “又要马儿跑,又要马儿不吃草”, 字面意思是“又想要完整的派,又想喂狗”)
- εγώ το λέω τού σκύλου μου και ο σκύλος στην ουρά του (egó to léo toú skýlou mou kai o skýlos stin ourá tou, “事情永远不会完成”, 字面意思是“我告诉我的狗,我的狗又告诉它的尾巴”)
- το φτηνό το κρέας το τρών' οι σκύλοι (to ftinó to kréas to trón' oi skýloi, “一分钱一分货”, 字面意思是“便宜的肉给狗吃”)