στάχτη
参见:σταχτή
希腊语
编辑名词
编辑στάχτη (stáchti) f (复数 στάχτες)
变格
编辑相关词汇
编辑- σταχτερός (stachterós, “灰色的”)
- σταχτής (stachtís, “灰色的”)
- σταχτιάζω (stachtiázo, “发霉”)
- σταχτοδοχείο n (stachtodocheío, “烟灰缸”)
- σταχτόνερο n (stachtónero, “碱液”)
- Σταχτοπούτα f (Stachtopoúta, “灰姑娘”)