στρωματοποίηση

希腊语

编辑

名词

编辑

στρωματοποίηση (stromatopoíisif (复数 στρωματοποιήσεις)

  1. (考古学地质学) 分层

变格

编辑

相关词汇

编辑

拓展阅读

编辑