τετράγωνο

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 τετρα- (tetra-, )τέσσαρες (téssares, )的接续形 + γωνία (gōnía, 角,角落)

名词

编辑

τετράγωνο (tetrágonon (复数 τετράγωνα)

  1. (口语) 四边形方形
  2. (几何学) 正方形
  3. (数学) 平方
    Το τέσσερα είναι το τετράγωνο του δύο.
    To téssera eínai to tetrágono tou dýo.
    四是二的平方
  4. 街区

变格

编辑

派生词

编辑

参见

编辑

拓展阅读

编辑