τουρκικός
参见:τούρκικος
希腊语
编辑其他写法
编辑- τούρκικος (toúrkikos) 〈口〉
形容词
编辑τουρκικός (tourkikós) m (阴性 τουρκική,中性 τουρκικό)
- 土耳其的
变格
编辑 τουρκικός 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | τουρκικός | τουρκική | τουρκικό | τουρκικοί | τουρκικές | τουρκικά |
属格 | τουρκικού | τουρκικής | τουρκικού | τουρκικών | τουρκικών | τουρκικών |
宾格 | τουρκικό | τουρκική | τουρκικό | τουρκικούς | τουρκικές | τουρκικά |
呼格 | τουρκικέ | τουρκική | τουρκικό | τουρκικοί | τουρκικές | τουρκικά |
衍生 | 比较级:πιο + 肯定形(如 πιο τουρκικός) 相对最高级:定冠词 + πιο + 肯定形(如 ο πιο τουρκικός) |
相关词汇
编辑- 参见:Τουρκία f (Tourkía, “土耳其”)