φεμινισμός
希腊语 编辑
词源 编辑
借自法语 féminisme,源自拉丁语 femina (“女人”)。
名词 编辑
φεμινισμός (feminismós) m (复数 φεμινισμοί)
- (社会学) 女权主义,女性主义
- 反义词: αντιφεμινισμός (antifeminismós)
变格 编辑
φεμινισμός的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | φεμινισμός • | φεμινισμοί • |
属格 | φεμινισμού • | φεμινισμών • |
宾格 | φεμινισμό • | φεμινισμούς • |
呼格 | φεμινισμέ • | φεμινισμοί • |
相关词汇 编辑
- φεμινιστής m (feministís, “女权主义者”)
- φεμινιστικός (feministikós, “女权主义者,女权主义的”)
- φεμινίστρια f (feminístria, “女权主义者”)
- 参见:αντιφεμινισμός m (antifeminismós, “反女权主义”)
延伸阅读 编辑
- φεμινισμός在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el