希腊语

编辑

其他写法

编辑

词源

编辑

χτυπώ (chtypó) + -άω (-áo)。源自中世纪中古希腊语 χτυπῶ,源自古希腊语 κτυπῶ (ktupô),出现 [kt] > [xt] 的音变,缩音自κτυπέω (ktupéō)

发音

编辑

动词

编辑

χτυπάω (chtypáo) / χτυπώ (未完成时 χτυπούσα/χτύπαγα过去 χτύπησα被动 χτυπιέμαι被动过去 χτυπήθηκα被动完成分词 χτυπημένος)

  1. (及物) 击打敲击撞击
    反义词:αντιχτυπώ (antichtypó)
  2. (比喻义) 打击,使感受到痛苦挫折
  3. 噼啪作响
  4. (心脏等) 跳动
  5. (不及物) 受伤
  6. (及物) (铃声等)
    Για ποιον χτυπά η καμπάναGia poion chtypá i kampána丧钟为谁而

变位

编辑

派生词

编辑
复合词

相关词汇

编辑
词干 χτυπ-
词干 κτυπ-