参见:οχι

希腊语

编辑

词源

编辑

源自中古希腊语 ὄχι, ὤχι (ókhi, ṓkhi),源自古希腊语 οὐχί (oukhí)

发音

编辑

副词

编辑

όχι (óchi)

  1. (否定的回答)
    Μιλάτε αγγλικά; Όχι.Miláte angliká? Óchi.你会说英语吗?
  2. 不,
    όχι καλάóchi kalá
  3. 不是,而非
    Χρειάζομαι χρήματα, όχι υποσχέσεις.Chreiázomai chrímata, óchi yposchéseis.我要的是钱,而不是承诺。

同类词汇

编辑
  • ναι (nai, 是,对)
  • μάλιστα (málista, 是的,好的, 表示对要求的了解)

派生词

编辑

名词

编辑

όχι (óchin (无屈折)

  1. 否定回答
    Το «όχι» των Ελλήνων …To «óchi» ton Ellínon …希腊人的“”……

拓展阅读

编辑