όχι
参见:οχι
希腊语
编辑词源
编辑源自中古希腊语 ὄχι, ὤχι (ókhi, ṓkhi),源自古希腊语 οὐχί (oukhí)。
发音
编辑副词
编辑όχι (óchi)
- 不 (否定的回答)
- Μιλάτε αγγλικά; Όχι. ― Miláte angliká? Óchi. ― 你会说英语吗?不。
- 不,非
- όχι καλά ― óchi kalá ― 不好
- 而不是,而非
- Χρειάζομαι χρήματα, όχι υποσχέσεις. ― Chreiázomai chrímata, óchi yposchéseis. ― 我要的是钱,而不是承诺。
同类词汇
编辑派生词
编辑- όχι ακόμα (óchi akóma, “仍未,还没”)
名词
编辑όχι (óchi) n (无屈折)