ώρα
希腊语
编辑词源
编辑源自古希腊语 ὥρα (hṓra, “固定的时间段”),源自原始印欧语 *yeh₁- (“年,季节”)。与特萨克尼恩语 ούρα (oúra)同源。
发音
编辑名词
编辑ώρα (óra) f (复数 ώρες)
- 小时
- 时间,时候
- Δεν είχα αρκετή ώρα.
- Den eícha arketí óra.
- 我没有足够的时间。
- Τι ώρα είναι;
- Ti óra eínai?
- 现在几点?
- Είναι ώρα να φύγουμε.
- Eínai óra na fýgoume.
- 我们是时候离开了。
- Είμαι στην ώρα μου.
- Eímai stin óra mou.
- 我是准时的。
变格
编辑派生词
编辑- από ώρα σε ώρα (apó óra se óra)
- για την ώρα (gia tin óra, “目前,眼下”)
- έρχομαι πάνω στην ώρα (érchomai páno stin óra)
- η κακιά η ώρα (i kakiá i óra)
- η ώρα η καλή (i óra i kalí)
- με τις ώρες (me tis óres)
- Μεγάλες Ώρες (Megáles Óres)
- μισάωρο n (misáoro, “半小时”)
- της κακιάς ώρας (tis kakiás óras)
- της ώρας (tis óras)
- ωραίος (oraíos, “美丽的”)
- ωριαίος (oriaíos, “每小时的”)
- ώριμος (órimos, “成熟的”)
- ωρίτσα (orítsa)
- ωρούλα (oroúla)
派生语汇
编辑- → 拉兹语: ორა (ora)