ἀγαθοποιηθείησαν

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

动词

编辑

ἀγαθοποιηθείησαν (agathopoiētheíēsan)

  1. ἀγαθοποιέω (agathopoiéō)第三人称复数不定过去式被动态祈愿语气