Ἀδείμαντος

古希腊语

编辑

词源

编辑

源自 ἀ- (a-, 否定) +‎ δειμαίνω (deimaínō, 受惊) +‎ -τος (-tos, 派生自动词的形容词后缀)

发音

编辑
 

专有名词

编辑

Ἀδείμαντος (Adeímantosm (属格 Ἀδειμάντου); 二类变格

  1. 阿狄曼图,男性人名,等价于英语Adeimantus

变格

编辑

派生语汇

编辑
  • 希腊语: Αδείμαντος (Adeímantos)
  • 拉丁语: Adeimantus, Adimantus

延伸阅读

编辑