希臘語 編輯

詞源 編輯

源自古希臘語 ἄρρωστος (árrhōstos, 虛弱的,多病的)

形容詞 編輯

άρρωστος (árrostosm (陰性 άρρωστη,中性 άρρωστο)

  1. 生病
  2. 多病
    反義詞: εύρωστος (évrostos)

變格 編輯

相關詞彙 編輯

名詞 編輯

άρρωστος (árrostosm (複數 άρρωστοι,陰性 άρρωστη)

  1. 病人

變格 編輯