αγνωστικισμός
希臘語 編輯
詞源 編輯
源自英語 agnosticism,由湯瑪斯·亨利·赫胥黎於1869年根據派生自希臘語的詞素所造。希臘語中最早的使用記錄出現在1888年。
名詞 編輯
αγνωστικισμός (agnostikismós) m (不可數)
- (哲學) 不可知論
變格 編輯
αγνωστικισμός (agnostikismós)的變格
單數 | |
---|---|
主格 | αγνωστικισμός • |
屬格 | αγνωστικισμού • |
賓格 | αγνωστικισμό • |
呼格 | αγνωστικισμέ • |
近義詞 編輯
- αγνωσιαρχία f (agnosiarchía)
相關詞彙 編輯
- 參見:αγνωστικός m (agnostikós, 「不可知論者」)