αγοραστικός

希臘語

編輯

形容詞

編輯

αγοραστικός (agorastikósm (陰性 αγοραστική,中性 αγοραστικό)

  1. 購買的,消費
    οι αγοραστικές συνήθειες των Ελλήνων καταναλωτών
    oi agorastikés synítheies ton Ellínon katanalotón
    希臘消費者的購買習慣
    το αγοραστικό κοινό
    to agorastikó koinó
    消費者大眾

變格

編輯

相關詞彙

編輯
參見:αγορά f (agorá, 市場)