αγόρευση
希臘語
編輯名詞
編輯αγόρευση (agórefsi) f (複數 αγόρευσες)
變格
編輯αγόρευση的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αγόρευση • | αγορεύσεις • |
屬格 | αγόρευσης • αγορεύσεως • | αγορεύσεων • |
賓格 | αγόρευση • | αγορεύσεις • |
呼格 | αγόρευση • | αγορεύσεις • |
近義詞
編輯- λόγος m (lógos)
相關詞彙
編輯- 參見:αγορά f (agorá, 「市場」)