αεραγωγός

希臘語 編輯

詞源 編輯

αερ- (aer-, 空氣) +‎ αγωγός (agogós, 管道)

名詞 編輯

αεραγωγός (aeragogósm (複數 αεραγωγοί)

  1. 通風道

變格 編輯

相關詞彙 編輯