αθυρόστομος

希臘語 編輯

詞源 編輯

源自α- (a-) +‎ θύρα (thýra, ) +‎ στόμα (stóma, )

形容詞 編輯

αθυρόστομος (athyróstomosm (陰性 αθυρόστομη,中性 αθυρόστομο)

  1. 口無遮攔的,髒話連篇
  2. 嘮叨的,喋喋不休

變格 編輯

相關詞彙 編輯