στόμα
古希臘語
编辑其他寫法
编辑詞源
编辑源自原始印歐語 *stomn̥、*stomen- (“嘴,口”)。與古英語 stemn、stefn (“聲音,說話”)同源。參見steven。
發音
编辑- (公元前5世紀,阿提卡) 國際音標(幫助): /stó.ma/
- (公元1世紀,通用) 國際音標(幫助): /ˈsto.ma/
- (公元4世紀,通用) 國際音標(幫助): /ˈsto.ma/
- (公元10世紀,拜占庭) 國際音標(幫助): /ˈsto.ma/
- (公元10世紀,君士坦丁堡) 國際音標(幫助): /ˈsto.ma/
名詞
编辑στόμᾰ (stóma) n (屬格 στόμᾰτος); 三類變格
屈折
编辑格 / # | 單數 | 雙數 | 複數 | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
主格 | τὸ στόμᾰ tò stóma |
τὼ στόμᾰτε tṑ stómate |
τᾰ̀ στόμᾰτᾰ tà stómata | ||||||||||
屬格 | τοῦ στόμᾰτος toû stómatos |
τοῖν στομᾰ́τοιν toîn stomátoin |
τῶν στομᾰ́των tôn stomátōn | ||||||||||
與格 | τῷ στόμᾰτῐ tôi stómati |
τοῖν στομᾰ́τοιν toîn stomátoin |
τοῖς στόμᾰσῐ / στόμᾰσῐν toîs stómasi(n) | ||||||||||
賓格 | τὸ στόμᾰ tò stóma |
τὼ στόμᾰτε tṑ stómate |
τᾰ̀ στόμᾰτᾰ tà stómata | ||||||||||
呼格 | στόμᾰ stóma |
στόμᾰτε stómate |
στόμᾰτᾰ stómata | ||||||||||
注意: |
|
派生詞
编辑- αἰολόστομος (aiolóstomos)
- ἐλευθερόστομος (eleutheróstomos)
- μεγᾰλόστομος (megalóstomos)
- στενόστομος (stenóstomos)
- σῠ́στομος (sústomos)
- ψᾰλῐδόστομος (psalidóstomos)
派生語彙
编辑拓展閱讀
编辑- “στόμα”, in Liddell & Scott (1940年) A Greek–English Lexicon,Oxford:Clarendon Press
- Bailly, Anatole (1935年) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français,Paris:Hachette
- Bauer, Walter et al. (2001年) A Greek–English Lexicon of the New Testament and Other Early Christian Literature,3版,芝加哥:芝加哥大學出版社
- στόμα in Cunliffe, Richard J. (1924年) A Lexicon of the Homeric Dialect: Expanded Edition,Norman:University of Oklahoma Press, 出版于1963
- G4750, Strong, James (1979年) Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible
- Woodhouse, S. C. (1910年) English–Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language[1],London:Routledge & Kegan Paul Limited.
- aperture idem, page 33.
- beak idem, page 66.
- entrance idem, page 278.
- estuary idem, page 284.
- front idem, page 346.
- inlet idem, page 442.
- lip idem, page 494.
- loop-hole idem, page 499.
- mouth idem, page 544.
- muzzle idem, page 549.
- opening idem, page 576.
- orifice idem, page 579.
- tongue idem, page 880.
- utterance idem, page 941.
希臘語
编辑詞源
编辑源自古希臘語 στόμα (stóma),源自原始印歐語 *stomn̥、*stomen- (“嘴,口”)。
發音
编辑名詞
编辑στόμα (stóma) n (复数 στόματα)
- (解剖學) 嘴,口
- (提喻) 人
- Η μάνα του είχε δέκα στόματα να θρέψει.
- I mána tou eíche déka stómata na thrépsei.
- 他的母親要撫養十個人。
- 開口
變格
编辑στόμα的變格
相關詞彙
编辑- στοματάκι (stomatáki)
- στοματάρα (stomatára)
- στοματάς (stomatás)
- στοματικός (stomatikós)
- στοματίτιδα (stomatítida)
- στοματού (stomatoú)
- στομάχι (stomáchi)
- στομίδα (stomída)
- στόμιο (stómio)
- στομώνω (stomóno)
派生詞
编辑- αηδονόστομος (aïdonóstomos)
- αθυρόστομος (athyróstomos)
- αμβλύστομος (amvlýstomos)
- αμφίστομος (amfístomos)
- αποστομώνω (apostomóno)
- αχρειόστομος (achreióstomos)
- βρομόστομα (vromóstoma)
- δίστομος (dístomos)
- εκστομίζω (ekstomízo)
- ελευθερόστομος (eleftheróstomos)
- κακόστομος (kakóstomos)
- κυτταρόστομα (kyttaróstoma)
- μεγαλόστομος (megalóstomos)
- μικρόστομος (mikróstomos)
- μυριόστομος (myrióstomos)
- ξεστομίζω (xestomízo)
- παλιόστομα (palióstoma)
- πλατύστομος (platýstomos)
- ραμφόστομος (ramfóstomos)
- στενόστομος (stenóstomos)
- στομαλγία (stomalgía)
- στομαλίμνη (stomalímni)
- στοματογναθοπροσωπικός (stomatognathoprosopikós)
- στοματολογία (stomatología)
- στοματοπάθεια (stomatopátheia)
- στοματοπροσωπικός (stomatoprosopikós)
- στοματορραγία (stomatorragía)
- στοματοφάρυγγας (stomatofáryngas)
- τετράστομος (tetrástomos)