古希腊语

编辑

其他写法

编辑

词源

编辑

源自原始印欧语 *stomn̥*stomen- (嘴,口)。与古英语 stemnstefn (声音,说话)同源。参见steven

发音

编辑

名词

编辑

στόμᾰ (stóman (属格 στόμᾰτος); 三类变格

  1. (尤其用于语言器官的语境下)
  2. 河流溪流源头
  3. 地上的开口裂缝
  4. 物体最前面的部分

屈折

编辑

派生词

编辑

派生语汇

编辑
  • 希腊语: στόμα (stóma)
  • 特萨克尼恩语: τθούμα (tthoúma)

拓展阅读

编辑

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 στόμα (stóma),源自原始印欧语 *stomn̥*stomen- (嘴,口)

发音

编辑

名词

编辑

στόμα (stóman (复数 στόματα)

  1. (解剖学)
  2. (提喻)
    Η μάνα του είχε δέκα στόματα να θρέψει.
    I mána tou eíche déka stómata na thrépsei.
    他的母亲要抚养十个
  3. 开口

变格

编辑

相关词汇

编辑

派生词

编辑