αιματοκύλισμα

希臘語 編輯

其他寫法 編輯

名詞 編輯

αιματοκύλισμα (aimatokýlisman (複數 αιματοκυλίσματα)

  1. 大屠殺

變格 編輯

相關詞彙 編輯

  • 並參見:αίμα n (aíma, )