αιμοδοσία
希臘語
編輯名詞
編輯αιμοδοσία (aimodosía) f (複數 αιμοδοσίες)
變格
編輯αιμοδοσία的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αιμοδοσία • | αιμοδοσίες • |
屬格 | αιμοδοσίας • | αιμοδοσιών • |
賓格 | αιμοδοσία • | αιμοδοσίες • |
呼格 | αιμοδοσία • | αιμοδοσίες • |
相關詞彙
編輯- αιμοδότης m (aimodótis, 「獻血者」)
- αιμοδότρια f (aimodótria, 「獻血者」)
- 並參見:αίμα n (aíma, 「血」)