αιμοπετάλιο
希臘語
編輯名詞
編輯αιμοπετάλιο (aimopetálio) n (複數 αιμοπετάλια)
變格
編輯αιμοπετάλιο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αιμοπετάλιο • | αιμοπετάλια • |
屬格 | αιμοπεταλίου • | αιμοπεταλίων • |
賓格 | αιμοπετάλιο • | αιμοπετάλια • |
呼格 | αιμοπετάλιο • | αιμοπετάλια • |
相關詞彙
編輯- 參見:αίμα n (aíma, 「血」)