ακατάληπτος

希臘語 編輯

形容詞 編輯

ακατάληπτος (akatáliptosm (陰性 ακατάληπτη,中性 ακατάληπτο)

  1. 難以理解的,費解

變格 編輯

近義詞 編輯

相關詞彙 編輯