希臘語 編輯

詞源 編輯

αλάτι (aláti, 食鹽) +‎ -ερός (-erós, 狀況)

形容詞 編輯

αλατερός (alaterósm (陰性 αλατένια,中性 αλατένιο)

  1. 的,含過多的

變格 編輯

近義詞 編輯

相關詞彙 編輯