αλκοολικός

希臘語

編輯

形容詞

編輯

αλκοολικός (alkoolikósm (陰性 αλκοολική,中性 αλκοολικό)

  1. 酒精
    αλκοολική ζύμωσηalkoolikí zýmosi酒精發酵
  2. (醫學) 酗酒

變格

編輯

相關詞彙

編輯
  • 並參見:αλκοόλ n (alkoól, 酒精;烈酒;乙醇)

名詞

編輯

αλκοολικός (alkoolikósm (複數 αλκοολικοί,陰性 αλκοολική)

  1. (醫學) 酗酒

變格

編輯