首頁
隨機
登入
設定
贊助
關於維基詞典
免責聲明
搜尋
αμπελουργικός
語言
監視
編輯
目次
1
希臘語
1.1
形容詞
1.1.1
變格
1.1.2
相關詞彙
希臘語
編輯
形容詞
編輯
αμπελουργικός
(
ampelourgikós
)
m
(陰性
αμπελουργική
,中性
αμπελουργικό
)
(
葡萄酒
)
葡萄
栽培
的
變格
編輯
αμπελουργικός 的變格
數
格 / 性
單數
複數
陽性
陰性
中性
陽性
陰性
中性
主格
αμπελουργικός
αμπελουργική
αμπελουργικό
αμπελουργικοί
αμπελουργικές
αμπελουργικά
屬格
αμπελουργικού
αμπελουργικής
αμπελουργικού
αμπελουργικών
αμπελουργικών
αμπελουργικών
賓格
αμπελουργικό
αμπελουργική
αμπελουργικό
αμπελουργικούς
αμπελουργικές
αμπελουργικά
呼格
αμπελουργικέ
αμπελουργική
αμπελουργικό
αμπελουργικοί
αμπελουργικές
αμπελουργικά
相關詞彙
編輯
參見:
αμπέλι
n
(
ampéli
)