希臘語 編輯

形容詞 編輯

ανάπηρος (anápirosm (陰性 ανάπηρη,中性 ανάπηρο)

  1. 殘疾的,殘障
    ανάπηρος πολέμουanápiros polémou殘疾軍人

變格 編輯

名詞 編輯

ανάπηρος (anápirosm (複數 ανάπηροι,陰性 ανάπηρη)

  1. 殘疾人

變格 編輯

相關詞彙 編輯