ανεμοπλάνο

希臘語

編輯

名詞

編輯

ανεμοπλάνο (anemoplánon (複數 ανεμοπλάνα)

  1. (航空) 滑翔機
    近義詞: ανεμόπτερο (anemóptero)

變格

編輯

相關詞彙

編輯