ανεμοπλάνο
希臘語
编辑名詞
编辑ανεμοπλάνο (anemopláno) n (复数 ανεμοπλάνα)
- (航空) 滑翔機
- 近義詞:ανεμόπτερο (anemóptero)
變格
编辑ανεμοπλάνο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | ανεμοπλάνο • | ανεμοπλάνα • |
屬格 | ανεμοπλάνου • | ανεμοπλάνων • |
賓格 | ανεμοπλάνο • | ανεμοπλάνα • |
呼格 | ανεμοπλάνο • | ανεμοπλάνα • |
相關詞彙
编辑- ανεμοπλοΐα f (anemoploḯa, “滑翔”)
- ανεμοπορία f (anemoporía, “滑翔”)
- ανεμοπόρος m (anemopóros, “滑翔機飛行員”)
- ανεμόπτερο n (anemóptero, “滑翔機”)
- 並參見:άνεμος m (ánemos, “風”)