ανθρωποειδής

希臘語 編輯

詞源 編輯

源自古希臘語 ἀνθρωποειδής (anthrōpoeidḗs)

形容詞 編輯

ανθρωποειδής (anthropoeidísm (陰性 ανθρωποειδής,中性 ανθρωποειδές)

  1. 的,類人的

變格 編輯