希臘語

編輯

詞源

編輯

源自中古希臘語 ἀπ’ ὀψέ (ap’ opsé, )

發音

編輯

副詞

編輯

απόψε (apópse)

  1. 今晚
    Θα δω τους φίλους μου απόψε.
    Tha do tous fílous mou apópse.
    今晚要去見我朋友。
  2. (用於過去不久的事情) 昨晚
    Απόψε, είδα ένα πολύ τρομακτικό όνειρο.
    Apópse, eída éna polý tromaktikó óneiro.
    昨晚我做了個噩夢。