δαγκώνω
參見:δαγκάνω
希臘語
編輯其他寫法
編輯- δαγκάνω (dagkáno) 〈罕/口〉
詞源
編輯源自通用希臘語 δαγκάνω (dankánō),詞尾變為-ώνω (-óno)。[1]源自δάκνω (dáknō)的詞根,源自原始印歐語 *denḱ-。
或源自中世紀中古希臘語 δακώνω (dakṓnō),源自δάκος (dákos, 「一種會兇狠撕咬的動物」),基於不定過去式ἔδακον (édakon),[k] 發生濁化,是受通用希臘語δαγκάνω的影響。[2]
發音
編輯動詞
編輯δαγκώνω (dagkóno) (過去簡單式 δάγκωσα,被動語態 δαγκώνομαι)
- (及物,不及物) 咬,啃
- Δαγκώνω το μήλο.
- Dagkóno to mílo.
- 我啃蘋果。
- Το ποντίκι δάγκωσε το τυρί.
- To pontíki dágkose to tyrí.
- 老鼠啃奶酪。
- Προσοχή! Ο σκύλος δαγκώνει!
- Prosochí! O skýlos dagkónei!
- 當心!那隻狗會咬人!
- Το παιδί δαγκώνει τα νύχια του.
- To paidí dagkónei ta nýchia tou.
- 小孩啃指甲。
- Είναι ευέξαπτος, κι αν τον προσβάλλεις, δαγκώνει.
- Eínai evéxaptos, ki an ton prosválleis, dagkónei.
- 他是個暴脾氣,你要是激怒他,他會懷恨在心的。
- (被動態) 一般用δαγκώθηκα (過去式),罕用δαγκώνομαι (現在時):咬自己
- 忍著不說、哭等
- Δαγκώθηκα για να μην κλάψω.
- Dagkóthika gia na min klápso.
- 我忍著不哭出來。
- Δαγκώθηκα για να μην τον βρίσω μπροστά σε τόσο κόσμο.
- Dagkóthika gia na min ton vríso brostá se tóso kósmo.
- 我忍著不在眾人面前責備他。
- (對失禮、出醜的言行,或壞消息)欲言又止
- Δαγκώθηκα όταν ρώτησα την ηλικία της. Τι γκάφα ήταν αυτή!
- Dagkóthika ótan rótisa tin ilikía tis. Ti gkáfa ítan aftí!
- 我問她年齡的時候欲言又止。真是失禮了!
- 忍著不說、哭等
變位
編輯δαγκώνω δαγκώνομαι
近義詞
編輯- τσιμπάω (tsimpáo, 「叮咬」)
派生詞
編輯僅派生自詞幹δαγκώ-的複合詞
- αδάγκωτος (adágkotos, 「未被咬的」)
- δαγκωμένος (dagkoménos, 「被咬的」, 分詞)
- δαγκωτά (dagkotá, 副詞)
- δαγκωτός (dagkotós, 「要被咬的」)
派生自詞幹δαγκά-的複合詞 〈口〉
- δαγκάνα f (dagkána, 「蟹鉗」)
- δαγκανάρι n (dagkanári, 「蟹鉗;鉗子」) 〈粗〉
- δαγκανίτσα n (dagkanítsa, 「咬」) (指小詞)
- δαγκάω (dagkáo, 「咬」) 〈粗〉
派生自兩個詞幹的
- δάγκωμα n (dágkoma, 「咬」), δάγκαμα n
- δαγκωματιά f (dagkomatiá, 「一咬,一口」), δαγκαματιά f
- δαγκωνιά f (dagkoniá, 「咬」), δαγκανιά f
- δαγκωνιάρης (dagkoniáris, 「咬人的事物」), / δαγκανιάρης
δαγκωνιάρικος (dagkoniárikos) / δαγκανιάρικος - δαγκωσιά f (dagkosiá, 「咬」), δαγκασιά f
僅帶δαγκώνω的短語
- δαγκώνω τη λαμαρίνα (dagkóno ti lamarína, 「墜入愛河」) 〈口〉
- σκύλος που γαυγίζει δεν δαγκώνει (skýlos pou gavgízei den dagkónei, 「會叫的狗不咬人」, 諺語)
僅帶δαγκάνω的短語
- σαν κρυφόσκυλο δαγκάνει (san kryfóskylo dagkánei, 「不可信任,陰險」, 諺語, 字面意思是「像藏起來的狗一樣會咬人」) 〈俗〉
- σκυλί π' αλυχτάει δε δαγκάνει (skylí p' alychtáei de dagkánei, 「會叫的狗不咬人」, 諺語) 〈俗〉
- χέρι που δεν μπορείς να δαγκάσεις, φίλα το (chéri pou den boreís na dagkáseis, fíla to, 諺語, 字面意思是「親吻那隻你咬不到的手」)
帶δαγκώνω或δαγκάνω的短語
- δαγκώνω τα σίδερα (dagkóno ta sídera, 「暴躁」, 字面意思是「咬鐵」) / δαγκάνω τα σίδερα
- δαγκώνω τα χείλια (dagkóno ta cheília, 「緘默不語」, 字面意思是「咬嘴唇」) / δαγκάνω τα χείλια
- δάγκωσε τη γλώσσα σου (dágkose ti glóssa sou, 「閉上你的烏鴉嘴!」, 字面意思是「咬住你的舌頭!」) / δάγκασε τη γλώσσα σου
省音作:δάγκωσ' τη γλώσσα σου / δάγκασ' τη γλώσσα σου
參考資料
編輯- ↑ δαγκώνω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- ↑ Template:R:Babiniotis 2002