καπνοπώλης
希臘語
編輯名詞
編輯καπνοπώλης (kapnopólis) m (複數 καπνοπώλες,陰性 καπνοπώλισσα)
- 煙草商
變格
編輯καπνοπώλης的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | καπνοπώλης • | καπνοπώλες • |
屬格 | καπνοπώλη • | καπνοπωλών • |
賓格 | καπνοπώλη • | καπνοπώλες • |
呼格 | καπνοπώλη • | καπνοπώλες • |
相關詞彙
編輯- καπνοπωλείο n (kapnopoleío, 「煙草店」)
- 並參見:καπνίζω (kapnízo, 「冒煙,煙熏;吸煙」)