κατειλημμένος

古希臘語 編輯

發音 編輯

 

分詞 編輯

κᾰτειλημμένος (kateilēmménosm (陰性 κᾰτειλημμένη,中性 κᾰτειλημμένον); 第一類/第二類

  1. καταλαμβάνω (katalambánō)完成時中動態分詞

變格 編輯