κατσικόδρομος
希臘語
編輯詞源
編輯源自κατσίκι (katsíki, 「山羊」) + δρόμος (drómos, 「路」)。
名詞
編輯κατσικόδρομος (katsikódromos) m (複數 κατσικόδρομοι)
變格
編輯κατσικόδρομος的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | κατσικόδρομος • | κατσικόδρομοι • |
屬格 | κατσικόδρομου • | κατσικόδρομων • |
賓格 | κατσικόδρομο • | κατσικόδρομους • |
呼格 | κατσικόδρομε • | κατσικόδρομοι • |
參見
編輯- μονοπάτι n (monopáti, 「人行小道」)