κουτσός
希臘語
編輯詞源
編輯源自中古希臘語 κουτσός (koutsós),源頭未知。
發音
編輯形容詞
編輯κουτσός (koutsós) m (陰性 κουτσή,中性 κουτσό)
- (指人和動物) 瘸腿的,跛腳的
- Ο πατέρας μου είναι κουτσός λόγω ασθένειας.
- O patéras mou eínai koutsós lógo asthéneias.
- 我父親因為得病,腿腳有殘疾。
- Το σκυλί τους είναι κουτσό και δεν μπορεί να πάει για βόλτες πια.
- To skylí tous eínai koutsó kai den boreí na páei gia vóltes pia.
- 他們家的狗腿瘸了,不能再出去散步了。
- (指帶腿的物品) 斷裂的
- Μην κάθεσαι σ’ αυτήν την κουτσή καρέκλα. Θα πέσεις.
- Min káthesai s’ aftín tin koutsí karékla. Tha péseis.
- 別坐在那張斷腿的椅子上。你會摔倒的。
- (比喻義) 彎曲的
- Το κείμενο αυτό έχει κουτσές αράδες. Διόρθωσέ το!
- To keímeno aftó échei koutsés arádes. Diórthosé to!
- 這篇文章寫得歪歪扭扭的。去改正!
變格
編輯 κουτσός 的變格
近義詞
編輯派生詞
編輯- κι η κουτσή Μαρία (ki i koutsí María, 「所有人,全部人」, 字面意思是「就連瘸腿的瑪利亞都」)
- κουτσαίνω (koutsaíno, 「瘸腿」)
- κουτσό n (koutsó, 「跳房子」)
- κούτσα-κούτσα (koútsa-koútsa, 「瘸著腿」, 副詞)
- κουτσά-στραβά (koutsá-stravá, 「猶豫地」)
- κουτσο- (koutso-, 表示殘障或缺陷)
名詞
編輯κουτσός (koutsós) m (複數 κουτσή,陰性 κουτσοί)
- 瘸子,跛子,腿部有殘疾的男性
- Δώσε τη θέση σου σ' αυτόν τον κουτσό! ― Dóse ti thési sou s' aftón ton koutsó! ― 請把座位讓給那位瘸腿的男士!
變格
編輯κουτσός的變格
近義詞
編輯- (瘸子,跛子): σακάτης m (sakátis)
參見
編輯- κουλός (koulós, 「獨臂的;無臂的」)