ματοκύλισμα

希臘語

編輯

名詞

編輯

ματοκύλισμα (matokýlisman (複數 ματοκυλίσματα)

  1. (口語) αιματοκύλισμα (aimatokýlisma)的另一種寫法

變格

編輯

相關詞彙

編輯
  • 並參見:αίμα n (aíma, )