μορφωτικός

希臘語

編輯

形容詞

編輯

μορφωτικός (morfotikósm (陰性 μορφωτική,中性 μορφωτικό)

  1. 教育
    μορφωτικά βιβλίαmorfotiká vivlía教育書籍
  2. 文化
    μορφωτικός σύμβουλοςmorfotikós sýmvoulos文化專員

變格

編輯

近義詞

編輯

參見

編輯