μπαγιονέτα
希臘語 編輯
詞源 編輯
源自法語 baïonnette。
名詞 編輯
μπαγιονέτα (bagionéta) f (複數 μπαγιονέτες)
- (軍事) 刺刀
變格 編輯
μπαγιονέτα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | μπαγιονέτα • | μπαγιονέτες • |
屬格 | μπαγιονέτας • | — |
賓格 | μπαγιονέτα • | μπαγιονέτες • |
呼格 | μπαγιονέτα • | μπαγιονέτες • |
近義詞 編輯
- ξιφολόγχη f (xifolónchi)