μπαγιονέτα

希臘語 編輯

詞源 編輯

源自法語 baïonnette

名詞 編輯

μπαγιονέτα (bagionétaf (複數 μπαγιονέτες)

  1. (軍事) 刺刀

變格 編輯

近義詞 編輯